φλοιῶν

φλοιῶν
φλοιός
bark
masc gen pl
φλοιόω
change into bark
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
φλοιόω
change into bark
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
φλοιόω
change into bark
pres part act masc nom sg
φλοιόω
change into bark
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • SERES — populi Aethiopiae interioris ad Ortum inter Blemyas: et Orosio teste, populi Indiae citerioris inter Indum et Hydaspen. Sunt et Seres populi Asiae ad Ortum extremi, ultra Sinas, omnium mitissimi, iustitiaeque amantissimi, inter Sinas ad Austrum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλαγγίνη — η (Φαρμ.) αλκαλοειδές τών φλοιών, τής ρίζας και τών βλαστών τού φυτού Alangium lamarcku. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alangin(e) < alangium, πρβλ. αλάγγιο + κατάλ. ine, πρβλ. ίνη] …   Dictionary of Greek

  • εκφλοίωση — η η αποφλοίωση, η αφαίρεση τών φλοιών …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτραρνητικότητα — Η τάση ενός ατόμου που βρίσκεται ενωμένο σε κάποιο μόριο να έλκει προς το μέρος του τα ηλεκτρόνια που λαμβάνουν μέρος στον δεσμό και να αποκτά αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο. Η τάση αυτή οφείλεται στην ελκτική δύναμη που εξασκείται από τους πυρήνες… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • Γένσεν, Χανς Γιοχάνες Ντάνιελ — (Hans Johannes Daniel Jensen, Αμβούργο 1907 – 1973). Γερμανός φυσικός. Ανέπτυξε την επιστημονική του δραστηριότητα στη γενέτειρά του έως το 1937 και μετά εγκαταστάθηκε στο Ανόβερο, όπου παρέμεινε έως το 1941. Το 1949 έγινε καθηγητής της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • γεωθερμική — Κλάδος της γεωφυσικής, που μελετά τη θερμική κατάσταση και την ιστορία του εσωτερικού της Γης. Η θερμότητα της ηλιακής ακτινοβολίας διαπερνά μόνο τα επιφανειακά στρώματα του φλοιού της Γης. Ωστόσο, καθώς αυξάνει το βάθος, παρατηρείται κανονική… …   Dictionary of Greek

  • Φε, Απολλινάριος — (Fée, 1789 – 1874). Γάλλος φαρμακολόγος και φυσιοδίφης. Διετέλεσε καθηγητής της φυσικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου (1833 – 1871) και πρόεδρος της Εταιρείας Βοτανολογίας της Γαλλίας. Έγραψε αξιόλογα έργα βοτανολογίας, κρυπτογαμίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”